Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

100 χρόνια από τη γέννησή του. Νίκος Γκάτσος: Θέλω τον κόσμο να διαβάσω και πάλι απ' την αρχή.


Γράφει
ο Μανόλης Γκαράνης

Ευλογημένη είναι η φετινή χρονιά για τον πνευματικό μας πλούτο και την πολιτισμική μας κληρονομιά. Τύχη αγαθή έκανε να συμπέσουν τη χρονιά αυτή τέσσερις ξεχωριστοί επέτειοι: Τα εκατό χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη, άλλα τόσα από την γέννηση του Στρατή Τσίρκα και τα εκατοντάχρονα από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου.
Στον τελευταίο θα σταθούμε στο σημερινό μας σημείωμα, που ταύτισε το όνομά του με την άνοιξη του ελληνικού τραγουδιού από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα, ως το θάνατό του, το Μάιο του 1992, καθώς συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες, όπως ο Χατζηδάκης, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μούτσης και ανέδειξε τη στιχουργία σε ποίηση υψηλών απαιτήσεων.

Είναι ο Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής που οδήγησε τη μουσική στους στίχους τους και υποχρέωσε τους σημαντικούς συνθέτες – συνεργάτες του να υποκλιθούν στην ποίησή του και να προσαρμόσουν αυτοί τη μουσική τους στους στίχους του. Σωστά λέχθηκε πως οι συνθέτες «έντυσαν με μουσική» τους εμπνευσμένους στίχους του και όχι το αντίθετο. Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι τα στιχουργήματά του στέκονται και ως αυτόνομα ποιήματα, δίχως να έχουν την ανάγκη οποιασδήποτε μουσικής υποστήριξης.
Στο περιοδικό «Ελί-τροχος» (χειμώνας 1996-1997) διαβάζουμε ένα κατατοπιστικό βιογραφικό σημείωμα για τον ποιητή που το παραθέτουμε εμπλουτισμένο και με άλλες πληροφορίες:
Γεννήθηκε στην Ασέα της Αρκαδίας ή αλλιώς Χάνια Φραγκόβρυσης το 1911. Το 1916 έχασε τον πατέρα του κάτω από δυσάρεστες συνθήκες. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και, μαζί με την οικογένειά του (τη μητέρα του και την αδελφή του) ήρθε στην Αθήνα, όπου εγγράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Το 1935-36 πέρασε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, πολλούς μήνες στο Παρίσι και στη Νότια Γαλλία. Μετά την επιστροφή του συμμετέσχε στον κύκλο των «Νέων Γραμμάτων» και σύχναζε στα λογοτεχνικά καφενεία των Αθηνών, κυρίως στου Ζόναρς και στου Φλόκα. Αυτά αποτελούσαν πόλους έλξης για τους νέους ποιητές και καλλιτέχνες. Σιγά σιγά ο ποιητής γίνεται κεντρική μορφή αυτών των ανεπίσημων λογοτεχνικών στεκιών. Διάφορες μαρτυρίες και πολλές αφιερώσεις ποιημάτων σ’ αυτόν φανερώνουν τον ηγετικό του ρόλο στους λογοτεχνικούς κύκλους εκείνης της εποχής.
Το 1943 εκδίδει τη μοναδική ποιητική του σύνθεση, την «Αμοργό», που είναι και το μοναδικό εκτεταμένο του ποίημα. Σ’ αυτό είναι έντονα επηρεασμένος από το ρεύμα του υπερρεαλισμού που εμφανίστηκε και άνθησε και στην Ελλάδα στη δεκαετία του Τριάντα.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στην «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» που εξέδιδε ο Γιώργος Κατσίμπαλης και στη συνέχεια στο τότε Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ). Παράλληλα ασχολήθηκε με τη μετάφραση θεατρικών κυρίως έργων για διάφορους αθηναϊκούς θιάσους. Έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων: Λόρκα, Λόπε ντε Βέγκα, Τέννεσυ Γουίλλιαμς, Ο’ Νήλ, Ο’ Καίηζυ, Στρίνμπεργκ και Ζενέ. Οι περισσότερες μεταφράσεις του δεν έχουν δημοσιευθεί.
Από τη δεκαετία του ’50 άρχισε να γράφει στίχους για τραγούδια κυρίως του Χατζηδάκι, αλλά και του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Μούτση, του Χάλαρη, του Χατζηνάσιου και άλλων.
Αυτή η δραστηριότητά του τον έκανε γνωστό και αγαπητό στο ευρύτερο κοινό. Τα ποιηματοτράγουδά του, ορισμένα από αυτά σπάνιας ομορφιάς και καθαρότητας, έδωσαν νέα πνοή στην ελληνική στιχουργία.
Το 1987 βραβεύτηκε από το Δήμο Αθηναίων για το σύνολο του έργου του. Το 1991 η Ακαδημία της Βαρκελώνης τον εξέλεξε αντεπιστέλον μέλος της, αναγνωρίζοντας έτσι την προσφορά του στη διάδοση της Ισπανικής λογοτεχνίας.
Πέθανε στις 12 Μαΐου του 1992 και αναπαύεται στα χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Διαλέξαμε με υπότιτλο του άρθρου μας το δίστιχο:
«Θέλω τον κόσμο να διαβάσω
και πάλι απ’ την αρχή»
Αυτό το κήρυγμα για επανεκκίνηση που κάνει στο ακροτελεύτιο ποίημά του ο Νίκος Γκάτσος είναι η πιο επίκαιρη όσο και προφητική φωνή, την οποία έχουμε ανάγκη ιδιαίτερα στις μέρες μας, αφού η πνευματική κρίση που περνάει ο τόπος, η κρίση αξιών, επισκιάζει και αυτή τη σοβαρή οικονομική κρίση. Τα οικονομικά δεδομένα μπορεί κάποτε να μεταστραφούν∙ αν, όμως απομακρυνθούμε από τις αξίες μας, αν χάσουμε την ψυχή μας, τότε η κρίση θα είναι ανεπανόρθωτη.
Ας διαβάσουμε, όμως, ολόκληρο το ποίημα «Το ταξίδι» που ο Γκάτσος έγραψε πάνω σε μια μελωδία του Μάνου Χατζηδάκι ως τελευταία του παρακαταθήκη (το πρώτο ποίημα του είναι το πασίγνωστο «Χάρτινο το φεγγαράκι» πάλι μελοποιημένο από τον Μάνο, που γράφτηκε για τις ανάγκες του θεατρικού έργου του Τέννεσσυ Γουίλλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος»):
Τρέχω πετάω κυνηγάω
πουλιά και όνειρα
και κάθε μέρα κολυμπάω
σε πιο βαθιά νερά.
Θέλω τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω
μ’ ένα ζεστό φιλί
κι από τη δύση μου να φτάσω
ως την ανατολή.
Μα είναι φίδι το ταξίδι
είναι χολή μαζί και ξίδι
σ’ ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό.
Όμως εγώ δεν κάνω πίσω
ούτε το δρόμο μου θ’ αφήσω
ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω.
Τρέχω πετάω χαιρετάω
τα πιο τρελά παιδιά
και κάθε πέτρα που πατάω
ανοίγει σαν καρδιά.
Δείξε μου δρόμο να περάσω 
με ήλιο με βροχή
θέλω τον κόσμο να διαβάσω
και πάλι απ’ την αρχή.
Παραφράζοντας το στίχο του τραγουδιού του Γιώργου Ανδρέου θα πούμε στον Νίκο Γκάτσο:
«Κύριε Νίκο, όλα εδώ δεν είναι
όπως τα άφησες εσύ…»
γιατί από το 1992 που έφυγες κύλησε πολύ μαύρο βρώμικο νερό στο αυλάκι του χρόνου και «πρέπει να διαβάσουμε τον κόσμο και πάλι απ’ την αρχή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.