Act Business Center

Act Business Center

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου Τα Άγια Πάθη του Χριστού στην ελληνική ποίηση

Γράφει ο Μανόλης Γκαράνης
Η κορύφωση του Θείου Δράματος με τα Άγια Πάθη και την ένδοξη Ανάσταση που ζούμε τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας έχει καταγραφεί σε κείμενα εκκλησιαστικά από εξαίρετους υμνωδούς με περιγραφές απαράμιλλου θρησκευτικού και λογοτεχνικού κάλλους. Το ίδιο έχει γίνει και από εκπροσώπους του ευρύτερου ποιητικού χώρου, όχι μόνο κατά το απώτερο παρελθόν αλλά και πρόσφατα, ως τις μέρες μας.
Στο σημερινό μας αφιέρωμα παραθέτουμε ένα μικρό μόνο απάνθισμα, επιλέγοντας ποιητικά κείμενα τεσσάρων κορυφαίων ποιητών μας, του Κώστα Βάρναλη, του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού και του Νίκου Γκάτσου, ως μια ταπεινή συμβολή στα κορυφαία γεγονότα που τιμούμε.
Οι ποιητές μας με την ευαισθησία τους αποτύπωσαν τη σπουδαιότητα όσων διαδραματίστηκαν και έδωσαν τη δική τους διάσταση σ’ αυτά, καθόσον προσεγγίζουν τα συγκλονιστικά γεγονότα, τόσο με την ποιητική τους τέχνη όσο και με το προσωπικό τους βίωμα.

Έτσι, ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημά του «Η μάνα του Χριστού» με τον ποιητικό του ρεαλισμό βλέπει το δράμα που ζει η Παναγία μας ως μάνα που παρακολουθεί την άδικη περιπέτεια του μονάκριβου γιου της:
Η μάνα του Χριστού (απόσπασμα)
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τα’ αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
 δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα,
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και να ‘ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα, γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποίος ο Χριστός;» τ’ είπες «Να με»!
Αχ! Δεν ξέρει τι λέειτ ο πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
                                 «Το φως που καίει», 1922
Ο Κωστής Παλαμάς στην ενότητα «Γιορτές» της «Ασάλευτης Ζωής» με ανεπανάληπτο λυρισμό μας δίνει τα Πάθη, το βαρύ κλίμα της Μεγάλης Παρασκευής και την Ανάσταση, πιστός στην τήρηση της παράδοσης που θέλει να είναι συνεχιστής της:
«Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,
θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν
«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,
μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο, ολογυρμένου
στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα, που οι βιόλες
χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.
Θυμάσαι, Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα,
θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν
μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.
Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα
με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,
πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,
τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.
Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα σα σπίτια μας οι θρήνοι
σεμνοί, κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:
«Ζωή εν τάφω…Έαρ γλυκύ…Γλυκύτατόν μου τέκνον…»
Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι
κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,
ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα
της εκκλησιάς…»
                         «Ασάλευτη ζωή», «Γιορτές», 1904
Ο παγανιστής Άγγελος Σικελιανός στο πιο δραματικό ίσως, ποίημά του, «Στ’ Όσιου Λουκά το Μοναστήρι», στο πρώτο μέρος ταυτίζει τα πάθη του Χριστού με κείνα του Άδωνη.
Στο δεύτερο τονίζει το δράμα μιας από τις γυναίκες, που νεκροστόλιζαν τον Επιτάφιο από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, με την κορύφωση του δράματος του Χριστού, αφού και ο δικός της μονάκριβος γιος, ο Βαγγέλης, ήταν χαμένος και γύρισε:
Στ’ Όσιου Λουκά το Μοναστήρι
Στ’ Όσιου Λουκά το Μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζετυήκαν
τωο Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
 την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
 κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
 φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»

Και να∙ ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
 στον πόλεμο∙και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
 της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
 που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε – μάρτυράς μου να ‘ναι ο στίχος,
 ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-
απ’ το στασίδι που ‘μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
 πετώντας το μαντήλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
 - έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
 ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου….Βαγγέλη!»

Κι ακόμα, - μάρτυράς μου να ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
 ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!...
                            «Λυρικός Βίος, Έ΄», 1935
Τέλος ο Νίκος Γκάτσος, στο ποίημά του «Μεγάλη Πέμπτη» δίνει τη δική του διάσταση στη σημαντική μέρα, παρεμβάλλοντας σ’ αυτό σύντομα αποσπάσματα από την Αγία Γραφή και μένοντας περισσότερο απ’ όλους τους ομότεχνούς του, πιστός στο θρησκευτικό τόνο της ημέρας:
Μεγάλη Πέμπτη
Τα έργα του αληθινά και αι οδοί του ευθείαι
 Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο- ί
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!

Δια ξύλου τα τέκνα του Αδάμ Παραδείσου γεγόνασιν άποικοι.
Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με τον δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
 μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Ελήλυθε εις την γην ίνα μαρτυρήσει τη αληθεία
Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
 στην άγρια παγωνιά του νου
 αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
 θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Ούτος εστίν η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου
                                                                «Φύσα, αεράκι,
                                                                 φύσα με», 1992

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.